- πτωχοτροφία
- πτωχο-τροφία, ἡ, Nährung der Armen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πτωχοτροφία — ἡ, ΜΑ η περίθαλψη των φτωχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ξενο τροφία] … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek